προστακτικός

προστακτικός
-ή, -ό / προστακτικός, -ή, -όν, ΝΑ, και προσταχτικός, -ή, -ό, Ν [προστακτός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσταγή ή αυτός που εκφράζει προσταγή, επιτακτικός
2. το θηλ. ως ουσ. η προστακτική
(ενν. έγκλιση) γραμμ. μία από τις τέσσερεις εγκλίσεις τών ρημάτων με την οποία δηλώνεται προσταγή, παραίνεση ή παράκληση
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ προστακτικός
(για πρόσ.) ο άρχοντας, το πρόσωπο που προστάζει τους άλλους
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Προστακτικός
(ενν. λόγος) τίτλος έργου τού Πρωταγόρου
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προστακτικόν
α) η ψυχή, σε αντιδιαστολή προς το σώμα, που καλείται υπηρετικόν
β) λεκτική διατύπωση σε προστακτική
3. φρ. «προστακτικὴ ἐκφορά» και «προστακτικὸν σχῆμα»
γραμμ. η διατύπωση τού λόγου στην προστακτική έγκλιση.
επίρρ...
προστακτικώς / προστακτικῶς ΝΜΑ, και προστακτικά Ν
με προστακτικό τρόπο, επιτακτικά
αρχ.
γραμμ. στην προστακτική έγκλιση («ὅ ἡμεῑς ῥῆμα προστακτικῶς σχηματίζοντες ἐκφέρομεν κάλει», Διον. Αλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προστακτικός — προστακτικός, ή, ό και προσταχτικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσταγή, που εκφράζει προσταγή, αλλ. επιταχτικός. 2. το θηλ. ως ουσ., προστακτική έγκλιση ρήματος που εκφράζει προσταγή, προτροπή, παράκληση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προστακτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστακτικά — προστακτικός of neut nom/voc/acc pl προστακτικά̱ , προστακτικός of fem nom/voc/acc dual προστακτικά̱ , προστακτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστακτικῶν — προστακτικός of fem gen pl προστακτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστακτικόν — προστακτικός of masc acc sg προστακτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστακτικώτατον — προστακτικός of masc acc superl sg προστακτικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστακτικαῖς — προστακτικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστακτικαί — προστακτικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστακτικοῖς — προστακτικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστακτικοί — προστακτικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”